- σκευαζόμενον
- σκευάζωpreparepres part mp masc acc sgσκευάζωpreparepres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάστη — και παστή, ἡ, Α 1. (στον τ. πάστη) α) (κατά τον Πολυδ.) «ζωμὸς ἀλφίτων» β) (κατά τον Ησύχ.) «βρῶμα ἐκ τυροῡ ἀνάλου μετὰ σεμιδάλεως καὶ σησαμίου σκευαζόμενον οἱ δὲ ἔτνος ἀλφίτοις μεμειγμένον» 2. (στον τ. παστή) θήκη, δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek